Scroll Top
Ιατρεία: Κέντρο Θεσσαλονίκη – Θερμή

Υπερδραστήρια Κύστη

Η Διεθνής Εταιρεία Εγκράτειας (ICS) ορίζει το Σύνδρομο της Υπερδραστήριας Κύστης (OverActive Bladder, ΟΑΒ) ως την επιτακτική ανάγκη για ούρηση, με ή χωρίς επιτακτική ακράτεια, που συνήθως συνοδεύεται από συχνουρία και νυκτουρία. Η ουροδόχος κύστη λειτουργεί αφενός σαν μια αποθήκη για τα ούρα και αφετέρου σαν μια αντλία προώθησης των ούρων.

 

Στην υπερδραστήρια κύστη, στη φάση αποθήκευσης των ούρων και ενώ η ποσότητα των ούρων που υπάρχουν μέσα στην κύστη δεν είναι τόσο μεγάλη, εμφανίζεται επιθυμία για ούρηση που μπορεί να είναι έντονη και ξαφνική. Η ουροδόχος κύστη, δηλαδή, θέλει να αρχίσει να λειτουργεί ή αρχίζει να λειτουργεί σαν αντλία προώθησης -αρχίζει δηλαδή τη φάση κένωσης. Αυτό οφείλεται είτε σε ανεξέλεγκτες συσπάσεις του μυός που περιβάλλει την ουροδόχο κύστη, και ονομάζεται εξωστήρας μυς, είτε σε αυξημένη αισθητικότητα της ουροδόχου κύστης. Αυτή η επιθυμία για ούρηση είναι ανεξάρτητη από το αν η ποσότητα των ούρων που έχουν αποθηκευτεί είναι ικανή ώστε να προκαλέσει (όπως συμβαίνει σε φυσιολογικές συνθήκες) επιθυμία κένωσης. Αποτέλεσμα αυτής της παθολογικής συμπεριφοράς της κύστης είναι το έντονο αίσθημα για ούρηση παρά τη θέληση του ασθενή, το οποίο μερικές φορές μάλιστα καταλήγει και σε ακράτεια, που ονομάζεται επιτακτική ακράτεια.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η υπερδραστηριότητα της κύστης δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο λόγω της φυσιολογικής φθοράς με την αύξηση της ηλικίας αλλά και για πολλούς άλλους λόγους. Η αιτία αυτού του συνδρόμου συνήθως δεν είναι γνωστή, ενώ ασθένειες που μπορεί να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα και πρέπει να διερευνηθούν κατά περίπτωση, ανάλογα βέβαια και με τη συνυπάρχουσα συμπτωματολογία και να αποκλειστούν, είναι η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη στους άνδρες, οι ουρολοιμώξεις, νευρολογικές νόσοι, λίθοι στο ουροποιητικό σύστημα, κ.ά.

Θεραπευτική αντιμετώπιση

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της Υπερδραστήριας Κύστης περιλαμβάνει συντηρητικές θεραπείες, χειρουργικές τεχνικές όπως είναι η έγχυση αλαντοτοξίνης.