Υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία του ζεύγους να επιτύχει κύηση που να οδηγήσει στη γέννηση ζωντανού βρέφους μετά την πάροδο ενός έτους ερωτικής επαφής χωρίς προφύλαξη.
Τα ζευγάρια, που έχουν λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούν, παρουσιάζουν δευτεροπαθή υπογονιμότητα.
Είναι πολλές οι παθήσεις που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα αιτιολογικά με την ανδρική υπογονιμότητα. Αφορούν παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη φυσιολογική παραγωγή και ωρίμανση του σπέρματος στους όρχεις ή την ομαλή και ακώλυτη μεταφορά αυτού μέσω της αποχετευτικής οδού του ανδρικού γεννητικού συστήματος. Οι οξείες ή χρόνιες φλεγμονές του ουροποιογεννητικού συστήματος, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, η κιρσοκήλη, η κρυψορχία, ο τραυματισμός ή η έκθεση των γεννητικών οργάνων σε τοξικούς παράγοντες (λ.χ. ακτινοβολία, χημειοθεραπεία, φάρμακα, αλκοόλ, καπνός ), ο τραυματισμός της σπονδυλικής στήλης, οι χειρουργικές επεμβάσεις, συγγενείς κληρονομικές και ορμονικές παθήσεις, η απόφραξη της συνέχειας του γεννητικού συστήματος και οι ανοσολογικές διαταραχές αποτελούν κάποιες από τις πιο σημαντικές αιτίες υπογονιμότητας.
Η θεραπεία της ανδρικής υπογονιμότητας μπορεί να είναι δύσκολή και κάποιες φορές απογοητευτική. Δύσκολα υπάρχουν άμεσα αποτελέσματα και είναι αναγκαία η εμμονή στη θεραπεία επί μακρόν. Η θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική. Η συντηρητική περιλαμβάνει τη χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων, όπως ορμόνες, αντιβιοτικά, στεροειδή με στόχο τη βελτίωση του σπέρματος. Είναι προφανές ότι συγκεκριμένες ανατομικές ανωμαλίες, όπως η κιρσοκήλη, η κρυψορχία, η απόφραξη της αποχετευτικής οδού του όρχεως αντιμετωπίζονται με τις αντίστοιχες χειρουργικές επεμβάσεις. Οι μοντέρνες μικροχειρουργικές τεχνικές, με τη χρήση σύγχρονων μέσων, για παράδειγμα μικροσκοπίων, βελτιώνουν τα χειρουργικά αποτελέσματα κάνοντας εφικτή για παράδειγμα την αποκατάσταση της συνέχειας του σπερματικού πόρου ακόμη και σε καταστάσεις που είχε προηγηθεί απολίνωσή του.